- ευροίζητος
- εὐροίζητος, -ον (Α)(για βέλος) αυτός που συρίζει ηχηρά, που κινείται με δυνατό σφύριγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροιζώ «σφυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐροίζητος — loud whizzing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)